Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28

HTAN 7!!!

¨Ηταν 7:45 εκανα λαθος. Και ένας ήσυχος οικογενειάρχης (που για λογούς δικούς μου θα τον φωνάζουμε Πητ) με καθόλα ήσυχο και καθόλου ανήσυχο πνεύμα πηγαίνει φορτσάτος με το VW passat του για την δουλειά. Πρέπει να κάνει σε ένα τέταρτο την διαδρομή Αμπελόκηποι (Γεννηματά – 3 στενά μετά το σχολείο) – Καλαμαριά (δεξιά από τα πρώην κτελ Χαλκιδικής , όλο ευθεία, συνεχίζεις μετά τον καθρέπτη και στο τέλος του δρόμου δεξιά και στο ψιλικατζίδικο πάλι δεξιά κι έφτασες)που είναι ο χώρος εργασίας του. Πηγαίνει με 70 και στην πρώτη διασταύρωση που πέρασε βιαστικά με βαθύ πορτοκαλί ένα γαμημένο Audi τον κάρφωσε στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου και το VW ευτυχώς πριν καταλήξει στον απέναντι τοίχο πηρέ μαζί του ένα παπί μαζί με τον αναβατή του που τόσο καλόγουστα διάλεξε να ντύσει με ροζ ΝΕΟΝ τα πλαστικά του.

Είναι 8:30 και 3 Λευκοφορεμένοι τύποι τρέχουν με το ασθενοφόρο τους και μετά από μόλις 45 λεπτά φτάνουν στον τόπο ενός δυστυχήματος (δε φταίνε αυτοί, γαμημένη πρωινή κίνηση). Σφίγγουν τα δόντια να μην ξεράσουν από το τόσο απεχθές όσο και αξιοπερίεργο θέαμα του κεφαλιού ενός καγκούρα με μια ροζ (άκου ροζ!) λάμπα ΝΕΟΝ σφηνωμένη στη στοματική του κοιλότητα. Αυτός με το πιο γερό στομάχι έδωσε το κινητό του στον συνάδελφο και αφού κράτησε το κεφάλι αγκαλιά έβγαλαν όλοι μαζί (αυτός και το κεφάλι) μια υπεροχή φωτογραφία που κοσμεί ακόμα και σήμερα την σιφονιέρα του. Αφού ξεκόλισαν τον άτυχο οικογενειάρχη από το τιμόνι του αυτοκινήτου, τον φόρτωσαν σε ένα φορείο και μια και δυο ξεκίνησαν για το ΑΧΕΠΑ.



« Βββζζζτκχχχχτνιεεεχχχτζμπζζζζζζζαμνιεδδδδδδιάμεσος προμετωπικός φλοιός κατεστραμμένος.. Η προσωπικότητα του υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μεταβληθεί αμετακληταατσκσσσσσομανννναμντακουλεσττττμανονερθθθθθ..»
Άκουσε μια φωνή να λέει, ο Πήτ. Αμέσως μετά ξαναλιποθύμησε..

Ο Πητ ξύπνησε μετά από 12 μέρες. Αλλά στο μυαλό του δεν τον λέγανε πια Λεωνίδα αλλά τον λέγανε Φριμπα. Είχε στο μυαλό του κοιλημένη χωρίς λόγω την έκφραση «-Άραξε ψηλέ, σπάμε τη φρίμπα μας, πίνουμε ενα γιουφι και το ουισκάκι μας και φεύγουμε αλεμαο...» Δεν ήξερε που βρισκόταν. Ένα κατάλευκο δωμάτιο, ίδιο λευκό κελί, άδειο. Μονός και φοβισμένος… Τρελαμένος… Αντίκρισε την πόρτα. Σηκώθηκε με δυσκολία από τα ξεμαθημένα στην ορθοστασία και το περπάτημα γόνατα του. Την άνοιξε λίγο. Άκουγε φωνές. Φριχτές φωνές. Έβγαλε το κεφάλι του έξω και είδε δυο ζόμπι ηλικίας άνω των 70 να ξεπροβάλουν από 2 πόρτες στο βάθος του διαδρόμου και σπροχνωντας νωχελικά 2 ορούς κινηθήκαν απειλητικά προς τον Φριμπα. Έκλεισε την πόρτα αγκομαχώντας! Τα ματιά του και το μυαλό του έκαναν 3000 κινήσεις το δευτερόλεπτο! Θολωμένος καθώς ήταν πηρέ στα χεριά του το σίδερο της πλάτης του κρεβατιού του, και ένα χειρουργικό νυστέρι που τόσο ευγενικά ξεχάστηκε πάνω στο τραπεζάκι διπλά του και ξανακόλησε την πλάτη του και το αυτί του στην πόρτα. Οι φωνές πλησίασαν πολύ. Τους άκουγε να ασθμαίνουν αρρωστιάρικα. Άνοιξε την πόρτα, το κεφάλι του παππού δεξιά και αφού γρύλισε δυνατά σαν ogre κάρφωσε το νυστέρι στο μέτωπο της γιαγιάς που παγωμένη παρακολούθησε τα γενόμενα για 4 δευτερόλεπτα και πρόλαβε να αναπολήσει εκείνη την μέρα που ο συγχωρεμένος ο άντρας της γρύλισε (εκείνο το εύηχο ΓΝΙΙΙΙΕΕΕΧΧΧΡΡ ΓΚΑΧ ΓΚΟΥΧ ΓΚΑΧ ΜΕΜΦΦφφφ…) για τελευταία φορά πριν αφήσει την τελευταία του αναπνοή ιδρωμένος πάνω από τα κρεμασμένα στήθη της 60χρονης νεκρής γριούλας.

Τρέχοντας στο διάδρομο και ουρλιάζοντας ξήλωνε με το σίδερο τα κεφαλιά όσων είχαν το θάρρος να τα βγάλουν από την πόρτα του δωματίου τους για να δουν τι συμβαίνει. Γιατροί, επισκέπτες, άρρωστοι, όλοι είχαν την ιδία αποτρόπαια τύχη. Ανέβηκε τα σκαλιά και καθάρισε σχολαστικά κάθε όροφο από όλους τους θαμώνες της residentevilικης εκδοχής νοσοκομείου που τόσο στοργικά το χαλασμένο του μυαλό γαλούχησε. Μπήκε μέσα στο γραφείο του διευθυντή στον τελευταίο όροφο, ούρλιαζε κάτι ακατανόητες φράσεις όπως «Καταραμένε παππού» , «Τζουμαρου ετοιμάσου» και «ο Αιμίλιος το μήλο, με τους τραγουδιστάδες γεράσανε???, ΓΕΡΑΣΑΝΕ???, ΛΕΓΕ ΡΕ ΒΡΩΜΙΑΡΙΚΟ ΖΟΜΠΙ ΓΕΡΑΣΑΝΕ???».
Θυμωμένος του αφαίρεσε χειρουργικά το βολβό του ματιού και τις ρόγες και τον άφησε αιμόφυρτο στο πάτωμα. Βγήκε τρέχοντας, ανέβηκε στην ταράτσα και κουνώντας σπασμωδικά το κεφάλι του φώναξε «ΣΚΑΤΑ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΣΑΣ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΚΑΝΑΛΙΑ ΠΟΥ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΤΣΟΝΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΔΕ ΒΑΖΕΤΕ» και πήδηξε στο κενό. Ο πρώην κοκακιας φοιτητής, νυν σοβαρός οικογενειάρχης-τσιράκι του αφεντικού- Πήτ/Λεω/Φριμπας μετά από ένα γκρο-πλαν κόκκων κοκκινοχώματος απεβίωσε εις τόπων χλοερών.

Ήτανε κάπου αλλού, ή εδώ σ’εμάς
Κάπου κάπως κάποτε!
Θα’τανε καλοκαίρι ή χιονιάς?
Κάπου κάπως κάποτε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου