Της Χρύσας Σ.
I may never see tomorrow… There is no written guarantee…
And things that happened yesterday… Belong to history…
Ακόμα μια φορά που νοιώθω έντονα την ανάγκη να σου στείλω γραπτό μήνυμα με το κινητό η ένα e-mail. Που όμως…
Δεν την χαρήκαμε αυτή την τεχνολογική ανταλλαγή, ήμασταν μικρές τότε…
Θα σου λεγα ότι μου λείπεις πάλι, θα σου λεγα για το κενό που άφησες, θα σου έγραφα τώρα ας πούμε… λέξεις, στίχους μαγικούς από την Κική Δημουλά που διάβασα σήμερα. (Θα την λάτρευες και εσύ).
«..νυχτώθηκα κι απόμεινα σ’ ένα χθες ανάλγητο..» Αχ βρέ Άννα…
Θα το φανταζόσουν ποτέ ότι σήμερα θα ήμασταν διήγημα;
Θυμάσαι;
Την θυμάσαι την ιτιά;
Ακόμα δεν έχουν κόψει τα κλαριά της, ακόμα κάτω σέρνονται.
Τώρα πλέον ξέρω ότι φαινόμασταν. Ξέρεις γιατί; Δεν μας έψαχναν ποτέ όταν ήμασταν από κει κάτω.
Θυμάμαι την ημέρα που ήρθατε να μείνετε στο διπλανό σπίτι λίγο πριν μπούμε στον παιδικό σταθμό. Κοιτούσες από μακριά με εκείνα τα πελώρια μάτια και δεν μιλούσες. Ξέρεις; Ούτε σε μένα ήσουν συμπαθής τότε.
Θυμάσαι πως πρωτομιλήσαμε; Όταν ξέφυγε η μπάλα μου στον κήπο σας. Ποτέ δεν σου είπα ότι το κάνα επίτηδες. Μου την έδωσες και χαμογέλασες για πρώτη φορά. Και εκείνα τα χαρακτηριστικά λακκάκια στα μάγουλα σου, αυτά που νόμιζες ότι σε κάνουν άσχημη.
Ήσουν όμορφη τελικά… Με εκείνα τα κοντά μαύρα μαλλιά και τα πανέμορφα καστανά σου μάτια.
Και μετά .. γίναμε φιλές. Και μετά περνούσαμε τόσες ώρες μαζί κάτω από την ιτιά. Μέχρι τότε, ποτέ δεν είχα καταλάβει ποσά κοινά είχαμε. Λες να μας το μαθέ η ιτιά; Τις ζελεδένιες καραμέλες ας πούμε που κλέβαμε από το σπίτι και ας χαλούσαμε τα δόντια (όπως έλεγαν οι μεγάλοι), τις τηγανιτές πατάτες , και τα παγωτά που κουβαλούσαμε η μια στην άλλη να φάμε παρέα, τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο, το σπανάκι, και τις φακές, που τόσο μισούσαμε και οι δυο. Θυμάσαι τον μεσημεριανό κώδικα επικοινωνίας; Τις πετρούλες που πετούσαμε στα παράθυρα μας όταν μπορούσαμε να δραπετεύσουμε το μεσημέρι(ήταν θαύμα πως δεν σπάσαμε κανένα τζαμί ποτέ) και ..τσαφ σε λίγα λεπτά και οι δυο κάτω από την ιτιά σκάζοντας στα γέλια και μετά μυστικά και όνειρα ατέλειωτα, (που τα βρίσκαμε τόσα λόγια), τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε (πόσες φορές αλλάξαμε γνώμη;), ή συνεχίζαμε την πατρίδα από κάποια επιτραπέζια παιχνίδια φιδάκι, γκρινιάρη και τα αλλά..
Η Άννα η καλή μου… που έφτανε ένα δάκρυ μου, για να κλάψει μαζί μου. Και μετά μάθαμε από το σχολειό τη λέξη μονοπώλιο. Αποφασίσαμε ότι αυτή η λέξη μας σύνδεε. «Μονοπώλιο Φιλίας». Θυμώναμε μεταξύ μας, όταν περνούσαν ώρες και κάποια από τις δυο μας έπαιζε με αλλά παιδιά. Θυμώναμε, ναι για αυτό το λόγο, αλλά για άλλους λογούς γινόταν οι καυγάδες ποτέ για τον πραγματικό. Κοιτά τι θυμάμαι…
Και μεγαλώναμε..
Και πέρασαν πέντε – έξι χρόνια.
Θυμάσαι που κλέψαμε τον καθρέφτη και το τσιμπιδάκι της μαμάς μου, προσπαθώντας να βγάλουμε τα φρύδια μας κάτω από την ιτιά; Ποσά αναπάντητα ερωτήματα για το πώς γίνονται τα παιδιά, πως μεγαλώνει το στήθος, και υπόσχεση ότι θα αποτριχώσουμε τα πόδια μας την άνοιξη, πριν αρχίσουμε τα μπάνια στην θάλασσα.
Τον επόμενο χρόνο μου μίλησες για τον Πάνο, πως σε κοιτάζει περίεργα τα διαλειμματα και .. λες αυτό να είναι έρωτας; Μπα! Σου είπα για τον Νίκο και τον Θράσο. Με κοιτούσαν περίεργα και οι δυο, το δικό μου το μυαλό όμως στο Γιώργο. Λες αυτό να είναι έρωτας; Μπα!
Πολύ αργότερα εσύ με τον Πανό και εγώ με το Γιώργο κατά φαντασίαν ασθενείς και ερωτευμένες με τον ερώτα υποφέραμε, και υπέφεραν και οι δικοί μας!
Σου ‘λεγα πως είμαι άσχημη ή ότι είχα μεγάλη μύτη, ότι πρέπει να κάνω δίαιτα και μου λίγες ότι έχω ατέλειωτα πόδια! Ήξερες εσύ. Πάντα με τον δικό σου τρόπο να κάνεις τους άλλους να χαίρονται διπλά σου.
Ο καιρός περνούσε κι εμείς ..ομορφαίναμε επικίνδυνα! Δεν βάφαμε πια η μια στην άλλη τα νύχια κρυφά τα καλοκαιριά, ανακαλύψαμε όμως το μάσκαρα και άντε τώρα να πείσεις την μαμά ότι και οι μακριές βλεφαρίδες το χρειαζόνταν, και ότι δίνει βάθος… στο βλέμμα.
Δεν πήγαμε ποτέ μαζί διακοπές.. Στο τέλος του Αύγουστου συγκρίναμε ποια μαύρισε περισσότερο. Κάνεις δεν μας έψαχνε πια κάτω από την ιτιά. Μεγαλώναμε…
Και τι ανακοίνωση από τους δικούς μας εκείνη την εβδομάδα! Τέλειωνε και το καλοκαίρι…
Τι χαρά και τι σχεδία .. Θα πηγαίναμε οικογενειακά όλοι μαζί στη Χαλκιδική στο σπίτι μας για 3 μέρες! Η πρώτη και τελευταία φορά που πήγαμε όλοι μαζί στη θάλασσα..
Ακόμα τη φοβόσουν! Εγώ που κολυμπούσα πριν περπατήσω και εσύ με τις συλλογές σου από βότσαλα. Φοβόσουν τα κύματα. Εσύ στα ρηχά και εγώ κάτω από το νερό και κόντρα στο κύμα. Μια χαρά περάσαμε. Μας άρεσε να κοιτάμε τον ορίζοντα εκεί από την ακτή, να κάνουμε όνειρα κοιτάζοντας τη θάλασσα να δίνουμε υποσχέσεις ότι δεν θα χαθούμε..
Θυμάσαι;
«Όταν παντρευτούμε Χρύσα να μένουμε διπλά και αν δεν υπάρχει ιτιά να φυτέψουμε μια για τα παιδιά μας!»
Και ήρθε ο χειμώνας. Αυτός ο χειμώνας ήταν περίεργος από την αρχή του. Πολύ κρύο τη μια, λιακάδα την άλλη. Καθόλου βροχή.
Μεσημεριάτικη λιακάδα και εκείνη την Κυριακή που αποφασίσαμε να πάμε σινεμά. Ήταν η πρώτη φορά που ζαλίστηκες. Φύγαμε στη μέση του έργου. Μάλλον κρύωσες σου είπα και να σταματήσεις την δίαιτα και μετά… τυχερή δεν βλέπω να έρχεσαι αύριο χάνεις το διαγώνισμα στα μαθηματικά!
Οι απουσίες κράτησαν περισσότερο από ένα κρύωμα. Διακεκομμένες παρουσίες στην τάξη για λίγο μέχρι που σταμάτησες να έρχεσαι. Τέλος του Χειμώνα όταν γυρίσατε από το εξωτερικό. Και όταν γυρίσατε σπίτι..
Ήσουν κατάχλομη. Έβγαλα το ρουζ και άπλωσα λίγο στα μαγούλα σου, κραγιόν στα χείλη, βάφτηκα κι εγώ. Γελούσαμε… Δεν είδα τα λακκάκια.. Είχες τόσο αδυνατίσει.. Την επομένη μου χάρισες τον Θοδωρή τον αρκούδο σου. Ζήτησες από τη μαμά σου να σου βάλει μια ζεστή ρόμπα να βγούμε για λίγα λεπτά στο μπαλκόνι. Φαινόταν η θάλασσα, σούρουπο συννεφιασμένο, και κρύο, πολύ κρύο.. Με έβαλες να υποσχεθώ πως ότι κι αν γίνει, όπου και αν παντρευτώ, να φυτέψω μια ιτιά και ποτέ να μην την κλαδέψω.
Έβαλα τα δάχτυλα μου στο στόμα σου και σε αγκάλιασα. Κλαίγαμε και οι δυο. Ξέραμε και οι δυο. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.
Εκείνο το βράδυ η Άννα έφυγε… Και έβρεχε καταρρακτωδώς.
Πέρασε ένας χρόνος Άννα και έχω ακόμα την κουρελού της γιαγιάς κάτω από την ιτιά. Κάνεις δεν τόλμησε να την πειράξει , έτσι κι αλλιώς δεν φαίνεται, τα κλαδιά της ιτιάς ίσια και πυκνά ως κάτω σέρνονται…
Ξύπνησα με τον αρκούδο αγκαλιά. Μικρός ο αρκούδος σου, μεγάλο το κενό της αγκαλιάς σου. Ποτέ δεν σου είπα ότι σ’ αγαπάω, παρά μόνο όταν έφυγες…
Άννα;
Ξέρεις;
Τελικά αποφάσισα να γίνω γιατρός…
Μελό πολύ θα απαντούσες.. και θα χαμογελούσες.
Εν Κατακλειδι…
Και τώρα φίλοι μου είν’ αργά…
Μια καληνύχτα στη μαμά..
Και λίγη στάχτη στα μαλλιά..
Καιρός να πουμ’ αντίο..
Σκεπάσαμε όλους τους νεκρούς,
Με αρρωστιάρικους ψαλμούς
Κλόουν με σοβαρούς σκοπούς
Γυμνοί μέσα στο κρύο..
Κατά τ’ αλλα εσείς
Που είσαστε’ υγιείς
Και αξιοπρεπείς
Βοηθήστε μας και λίγο
Δώστε μας πνοή…
Στέγη και τροφή…
Μια ιδέα στεγανή
Που να μην μπάζει κρύο…
Πουλάμε σώμα και ψυχή..
Δώστε μας λίγη προσοχή..
Στα υπόγεια μαύροι κωμικοί..
Λουφάζουν δυο-δυο..
Περνούμε σβάρνα τους γιατρούς..
Αδύνατοι μπροστά στους δυνατούς
Και συναντάμε ξέμπαρκους θεούς…
Που χάσανε το πλοίο…
Κατά τ’ αλλα εσείς
Που είσαστε υγιείς
Και αξιοπρεπείς
Βοηθήστε μας και λίγο..
Δώστε μας πνοή…
Στέγη και τροφή…
Μια ιδέα στεγανή
Που να μην μπάζει κρύο…
πολύ ωραίο.. μακάρι να τέλειωνε στα γεράματα και όχι τόσο νωρίς.
ΑπάντησηΔιαγραφήφιλι