Τρίτη, Ιανουαρίου 6

Άτιτλο

Τον τελευταίο καιρό για πολλούς και διάφορους λόγους είχα "ακεφιές". Να το πω έτσι και να μην το πώ θλίψηκατάθλιψη, σκατάπαντού, φύγεαπταποδιαμουσκυλαςγεννα.
Ετσι και το επιπεδο των γραπτων μου εχει πιασει πατο συμφωνα με την δικια μου κριση. Αυτο μπορει να σημαινει οτι ειναι και λιγο πιο ψηλα απο πριν. Τωρα ειμαι καλυτερα αλλα δεν υπαρχει χρονος. Οποτε ας παραθεσω κατι με μεγαλυτερη σημαντικοτητα.

ΟΡΟΣ ΜΕ ΚΑΡΑΜΕΛΟΑΓΕΛΑΔΕΣ

Σήμερα, λέει, ξύπνησα άρρωστη. Με μια εικόνα σφηνω­μένη στο μυαλό μου. Αγελάδες. Με μάζεψαν όπως όπως. Γυμνή. Το υπνοδωμάτιό μου, σαν τη Λέρο. Ανάμεσα στα σεντόνια μου, μισοσαπισμένα φρούτα. Τους σιχτίρισα. Δεν πτοήθηκαν. Κάτι θα ξέρουν. Αφέθηκα. Με έβαλαν σ’ ένα δωμάτιο κρεμ. Άθλιο. Παράγωγο. Ψεύτες. Είναι, λέει, η σουίτα. Ξέρω τι μου ετοιμάζουν. Κάνω τον ψόφιο κοριό. Κουβαλάνε όλα τους τα φασιστικά τεχνάσματα. Οροί. Κομψοτεχνήματα παρακεντήσεων. Περίλυποι γιατροί. Τους λέω όλους «Στέλιο». Νευριάζουν. Ασπροντυμένες, με τρυφερά νύχια νοσοκόμας ή με νύχια κομμώτριας. Δί­χως πρόσωπο αυτές. Μόνο γυαλιά και ανταύγειες… ΤονΕγγονόπουλο θα ζήσω. Μουγκά, λοιπόν. Ούτε κιχ. Έκαναπως κοιμάμαι. Έσκυβαν να δουν αν αναπνέω. Ξαφνικά καιαπροειδοποίητα, πετούσα δυο τρεις λέξεις απειλητικές. Σαν παραλήρημα. Πανικοβάλλονταν. Λούηδες κι έξω από την πόρτα. Μην κλειδώσεις, είπα. Για να ξαναμπούν. Να τις ξανατρομάξω. Να ξαναφύγουν. Εγώ, η ψευτοάρρωστη. Και υγιής. Το ξέρω. Κι αυτοί το ξέρουν. Μου στήσανε τον Κάφκα για να με δοκιμάσουν. Κι άντεξα. Πρώτη φορά στη ζωή μου ξεπέρασα τις προβλέψεις τους για μένα. Κι άντε­ξα, θα στοιχημάτιζαν δισεκατομμύρια ορούς για το αντί­θετο. Και τα ‘βγαλα πέρα ένα χειμώνα, ένα καλοκαίρι, έτσι όπως κανείς δεν είχε ποτέ φανταστεί, και ιδίως εγώ…
Προχωρημένο Σεπτέμβριο άνοιξα αργά τα μάτια. Ήταν η πρώτη φορά που δεν τους αποπήρα. Σήμερα. Άρχισαν να πλησιάζουν έρποντας. Άφηναν πίσω τους σάλιο ή ίχνη δα­κρύων. Έβγαλα το τσαντάκι με τα καλλυντικά: πούδρες, κραγιόν, τέτοια. Καθρεφτίστηκα στο γυάλισμα του σάλιου τους και βάφτηκα. Ξεθάρρεψαν. Ήρθαν κι άλλοι. Αργά. Γύρω μου. Περίεργοι. Έβγαλα κι εγώ το χέρι από την κου­βέρτα. Τίναξα την πεταλούδα του ορού σαν μπριγιάν πα­νάκριβο. Που πρέπει να το δει η άλλη. Να καταλάβει πόσομε προτιμάει ο άντρας μου. Αυτηνής δεν θα της πάρει ποτέολόιδιο και πανάκριβο. Αυτή σε καμιά γωνιά στρίμωγμα, σε κάνα μοτέλ με άλλο όνομα. Εγώ, επίσημη. Κι ακριβή. Τρομάξανε με την αγέρωχη κίνηση του χεριού μου. Σκύ­λες, όλες κρύβετε μέσα σας μια μορόζα έτοιμη να μοιχεύ­σει με τον άντρα της αξιοπρεπούς φίλης σας. Πισωπατή­σατε, δειλοί συνωμότες. Την ξέρετε την κίνηση. Αναγνω­ρίσατε την ανωτερότητα της νόμιμης. «Πίσω και σας έφα­γα». Όχι. Το ‘πνιξα. Σιγά μην προδοθώ προτού να σας α­πορρυθμίσω παντελώς και ολοκληρωτικά. Τα άσπρα σάςμαράνανε.
Το χέρι άνοιξε την τσάντα. Έκανα πως ψάχνω πεντοχί­λιαρα. Αν εδώ είναι όντως νοσοκομείο, έχω μάθει πως ταλεφτά και νεκρούς ανασταίνουν. Ζυγώσατε ξανά. Και την επιταγή θέλετε. Ας είναι μεταχρονολογημένη. Αρχίσατε να ονειρεύεστε πως θα μου χώσετε φαρμακωμένους ορούς και άλλα τέτοια τελειωτικά. Προτού με ξεκάνετε, να με πιέσετε να βάλω την υπογραφή από πίσω. Να πάτε να ει­σπράξετε. Φτωχοδιάβολοι. Λες και δεν σας είχα δει πουψάχνατε την τσάντα μου ενώ λαγοκοιμόμουν. Δυστυχι­σμένα ορφανά. Ευτυχώς που εγώ γλύτωσα και δεν είμαιπλέον σαν κι εσάς. Και χόρτασα. Και λεφτά. Και οικογέ­νεια κι αγάπη. Κυρίως αγάπη. Στο μέτωπο αγγίγματα-φι­λιά. Και πλάι στα χείλη. Εγώ, που μέχρι πέρυσι, αν με άγ­γιζες ακόμα και εξ αποστάσεως, ούρλιαζα «πίσω μου σ’ έχω σατανά».
Εγώ χόρτασα. Ένα χειμώνα αγάπη. Μια άνοιξη ελπίδα. Κι ένα καλοκαίρι προοπτική. Ολόκληρο προοπτικές. Εγώ, η ξεγραμμένη. Χρειάστηκε να ξεγραφτώ για να μπορέσω και να συμμορφωθώ και να αγαπήσω και να αγγίξω και να
ανταποδώσω και τα πάντα. Εγώ. Όχι πια ορφανή. Γεμάτη.’ Επαρκής. Μισοσίγουρη. Και «ωραία», όπως με ήθελα. Με μακριά μαλλιά. Να ερεθίζουν ώμους και πλάτη.
Με κοιτάζατε, ξένοι μου. Τότε έκλεισα την τσάντα αργά. Ούτε πεντοχίλιαρα ούτε τίποτα. Άρχισα να απαιτώ διάγνωση με το δάχτυλο στο στόμα. Ηλεκτρολύτες, λέτε δειλά. Χαμογελάω. Ναι, εγώ χημεία, εσείς ΔΕΗ. Σε λίγο θα με πείτε παρά φύσιν ένωση με απροσδιόριστες συνέ­πειες. Εκρήξεις; Ποιος ξέρει. Ηλεκτρολύτες θέλετε; Κομψή ασθένεια, θα σας χαλάσω εγώ χατίρι; Ηλεκτρολύτεςφέρτε, να το κάψουμε κι απόψε, μάγκες. Ή, μάλλον, όχι. Το σατέν της μαύρης ρόμπας μου’ δωσε καινούργια, πιο σατανική ιδέα. Είδα το μάτι του βλαχονοσοκόμου στο α­νοιχτό ντεκολτέ. Αν ήμουν άρρωστη, θα με κοίταζε καυ­λωμένος; Άπλωσα την παλάμη ανοιχτή στο στήθος. Τοχάιδεψα αργά. Όπως μπαίνατε στο κελί μου οι φοβισμένοι. Σας έφυγε η ζωή. Πού βρίσκει το κουράγιο η τρελή να παί­ζει τις 9 1/2 εβδομάδες σε γερμανική αναπηρική τσόντα; Ύστερα, απότομα, με ένα συριστικό ήχο των χειλιών, έ­μπασα το χέρι στο σουτιέν. Απότομα. Τρομάρα στο βολβόσας. Σαν αστραπή γρήγορη. Το είδα. Εδώ είμαστε.
Την τράβηξα από μέσα αιφνιδιαστικά. Ούτε που προ­λάβατε να οπισθοχωρήσετε. Τη γελάδα. Εκείνη με τις μαύ­ρες βούλες. Η υπόλοιπη, κρεμ σαν το δωμάτιο. Με τοάλλο χέρι έπιασα το δεξί της πόδι. Το καταβρόχθισα. Ύστερα την ουρά, την πλάτη, μια βούλα, τελευταία το σβέρκο και το κεφάλι. Εσείς, ακίνητοι. Με αποσβολωμέ­να μάτια. Κοκκαλωμένοι. Παρακολουθούσατε. Στη Χασιάτα γελάδια τα καταβροχθίζετε μια χαρά, εδώ φρικάρατε. Έβγαλα και την κοκκινόβουλη. Αυτηνής σάλιωσα πρώτα λίγο τον αυχένα για να την προετοιμάσω. Μούγκρισε λι­γάκι. Σχεδόν ασυναίσθητα. Άραγε, πώς μπορούν να ξέ­ρουν οι αγελάδες ότι πρόκειται να τις φας σε λίγο; Πιοπολύ έμοιασε με μουΥκρητό ηδονής παρά φόβου. Πρώτατην έκοψα στα δύο, ύστερα τη μάσησα αργά, ώσπου πε­ρίσσεψε μόνο η ουρά της από το στόμα μου. Μπουκωμέ­νη, σας έγνεψα «κοπιάστε». Εγώ φιλόξενη, εσείς αρχίσα­τε να ξερνάτε. Τώρα, πούστηδες. Τώρα θα τα πληρώσετεόλα. Και ναυτίες και ξερατά και πόνους και αδιαθεσίες καιαργοπορίες και ψευτοαγάπη και δήθεν κατανόηση. Και ό,τι άλλο μου δώσατε. Εσείς που ερχόσαστε φρεσκοπλυ­μένοι και καλοντυμένοι μόνο και μόνο για να επιβεβαιώ­σετε το χάλι μου, γιατί αυτός ο πούστη ς ο τύραννος σαςείχε ειδοποιήσει εγκαίρως: «Πηγαίνετε να τη βρείτε. Τηνετοίμασα. Την έχω εκπαιδεύσει επαρκώς. Τώρα είναι ηχαρά του αρρώστου: διαθέσιμη για κάθε θρασύδειλο μυα­λό. Ταμάμ για τη διαστροφή σας να εξευτελίζετε και να υ­ποτάσσετε. Και, κυρίως, σας την έχω τρομαγμένη. Με τε­ράστια αποθέματα φόβου και κεκτημένης ανοχής. Και ε­νοχής. Τέλειο θύμα».
Αλλά εγώ σας την έφερα. Γιατρεύτηκα κρυφά και ντύ­θηκα ίδια, όπως παλιά, υποταγμένη κι άρρωστη. Ντεμέκ. Κι εσείς πού να το φανταστείτε. Τσιμπήσατε. Κι ήρθατε να φάτε εκτεθειμένη σάρκα και ανεκτική, κοράκια.
Τι φοβάται το κοράκι πιο πολύ; Την ήρεμη γελάδα. Αυ­τήν που κρύβει μέσα της και την τρελή. Εγώ; Εγώ πλέονδεν φοβάμαι. «ο τρελαμένος γιατί να φοβηθεί την τρέλατου; Ούτε ο βρεγμένος τη βροχή ούτε ο υγιής την υγειά του».

Κοιτάζατε τα μυτερά μου δόντια να ξανανοίγουν αχόρ­ταστα με κινήσεις απειλητικές. Για σας. Για όποιον θα μεαπειλήσει ξανά. Αποσβολωμένοι κοιτάζατε. Να ανοίξει ηγη να σας καταπιεί. Και δεν άνοιγε. Κι εγώ δώσ’ του πιο αρπαχτικό να σας τρομάζω

ΠΛΑΓΙΟΜΕΤΩΠΙΚΗ

Υπάρχει μια πάθηση που λέγεται στατικός ίλιγγος.
Στη Φυσική ορίζεται ως “εκτροπή σώματος που πέφτει ελεύθερο”.

Στον έρωτα, το λένε Εξομολόγηση.

Από όταν έμαθα πως οι ερωτευμένοι κινδυνεύουν από τους χειρότερους ιλίγγους,
με όλο το σεβασμό προς τη Φυσική,
τσεκάριζα καθημερινά πάνω στα τακούνια μου το Επίπεδο Ταλάντωσης.
Το έβρισκα σταθερό, ανακουφιζόμουν κι έτρεμα.
Πως όπου να’ ναι, θα έπαυα ν’ αντιστέκομαι στη δύναμη Κοριόλις,
το επίπεδο θα άλλαζε κι εγώ θα έβλεπα τη Γη να έρχεται τα πάνω κάτω…

Υπάρχουν ερωτευμένοι που δεν γνώρισαν ποτέ τον ίλιγγο και τις σκοτοδίνες.

Είναι αυτοί που χτυπήθηκαν πάνω στους έρωτές τους,

σύμφωνα με το φυσικό νόμο της Πλάγιας Κρούσης.
Αυτοί που, αν ποτέ επιχειρούσαν την Κάθετη Πτώση, θα χάνονταν στο βυθό.
Ή θα ντρέπονταν που τους πήραν είδηση και μετά την αποκάλυψη θα έφευγαν.
Γιατί οι άρρωστοι ερωτευμένοι, οι εκ γενετής απαρηγόρητοι,
πιστεύουν πως,

όποιος αγαπάει, ξέρει και να κρύβεται από τον παραλήπτη της αγάπης του.

Χιλιάδες εφευρήματα προκειμένου να κρυφτείς.
Όπως το να ισχυρίζεσαι πως ονομάζοντας τον έρωτά σου,

τον σχηματοποιείς, τον μεταμορφώνεις σε κάτι προβλέψιμο και αντιποιητικό…
Πως κανείς δεν πρέπει να μάθει πόσο τον αγαπάς,
γιατί μπορεί να σε τσακίσει, ή να σε υποπτευθεί,
ή και να σου καταλογίσει

πως θες να μετατρέψεις

την (αισθητικώς άψογη και υπαινικτική) ασάφεια σε δήλωση.

Έβρισκες οπλοστάσια κουκλίτσα μου.
Οι έρωτές μας, έλεγες στα ψέματα, ,πίστεψέ με,
δεν πρέπει να πάσχουν από υπερβολική σιγουριά
αλλά από ευθραυστότητα…

Ισχυριζόσουν ακόμα

πως τους έρωτές μας πρέπει να τους ζούμε στο σκοτάδι,
(αλλά τότε, πώς θα μπορούσες να τον επιδεικνύεις και να επαίρεσαι;)

Όλα σου τα χρόνια, πλάγιες κρούσεις ανθρώπου που ντρέπεται τον έρωτα.
Που τον φοβάσαι όσο η Κυβερνητική, γι’ αυτό και δίνει τον ορισμό:

“Έρωτας: καταστροφή, απορρύθμιση ενός συστήματος από ένα άλλο”.

Όλο λόγια, και πόσο με βλάπτεις έρωτά μου,

αφού από όταν σ’ ερωτεύτηκα,

πηγαινοέρχομαι από την αναμονή στην απώλεια της δύναμής μου…

Ποιας δύναμης αλήθεια; Δεν ξέρεις τίποτα η άπειρη.

Μεγάλωσες, κουράστηκες, μίκρυνες, ξαναρχίζεις.
Για να ξαναμεγαλώσεις και να ξανακουραστείς.
Εξακολουθείς να τρέμεις μια ερωτική ομολογία - Κάθετη Πτώση.
Φοβάσαι τον ίλιγγο μα τώρα, πιο πολύ απ’ όλα,

φοβάσαι ένα αίσθημα αφημένο στη σιωπή…

Και πάλι η αμφιβολία.
Αν του το πεις, μήπως ψυλλιαστεί πως στην ουσία διαμαρτύρεσαι

για τον απρόβλεπτο χαρακτήρα των αισθημάτων σου, η εγωίστρια,

για το αυτεξούσιο σου που απόλλυται;

Μήπως δεν υπάρχει καμιά γλυκύτητα στην ομολογία σου,
αλλά μόνο η βίαιη επιθυμία να εγκατασταθείς μέσα στα αισθήματα του άλλου;

Και, αν εξομολογείσαι τον έρωτά σου,
για να αρχίσει εκείνος ο μηχανισμός που βασίζεται στη βία της αμοιβαιότητας,

αλλά που σου χαρίζει έναν ήσυχο ύπνο;

Εκεί όπου το εξομολογημένο “αγαπώ” σου
δεν θα σημαίνει εν τέλει παρά ένα επιτακτικό “αγάπα με κι εσύ”.

Αν δεν αντέχεις να το πεις και να μείνεις,
σκέφτομαι τελευταία,
μπορείς τουλάχιστον να το πεις
και, όχι να φύγεις - να χαθείς…


Ο άλλος πάντα ξέρει δραματουργικά από παρόμοιους ήρωες,

θα καταλάβει.
Πως αυτό που ζητάς όταν χάνεσαι - και όχι όταν φεύγεις –

είναι πάντα η εγκατάσταση…

Διάλειμμα: ο Φλωμπέρ μου:
“ξέρεις τι θα χρειαζόταν γιε μου, η γυναίκα σου η Έμμα; Βαριές δουλειές, χειρωνακτικές δουλειές.

Αν εργαζόταν, δε θα διάβαζε βλαβερά ρομάντζα και δεν θα είχε αυτή τη θολούρα στο κεφάλι…”!

Δεν τα βγάζεις πέρα κουκλίτσα μου. Παράτα τα.
Αφού η Λογική τα ερωτικά και ντροπιασμένα δεν τα καταδέχεται.
Ο πρωτότοκος γιος της Γνώσης,

αν αυτό σου λέει κάτι,

λεγόταν Μύθος…


Δύο ειδών ζωές μπορείς να ζήσεις,
και η μία,

αυτή με τις αγάπες τις μετωπικές, είναι πιο κρύα απ’το θάνατο.
Πάνω απ’ το νεκροκρέβατό σου θα ολολύζουν συντετριμμένοι φίλοι και θα ρωτάει ο ένας τον άλλο:
“Μα πώς το έπαθε; Από τι ερωτεύτηκε; Πέρυσι ακόμα ήταν καλά”…

Τηλέφωνο-
” Τι γράφεις τώρα; “με ρωτάνε.
“Κάτι για το πώς να μην μετατρέπεις τη συγκίνησή σου σε αίτημα”,
απαντάω η ψεύτρα…


Τάδε έφη Μαλβίνα Κάραλη. Το πρώτο ήταν και το τελευταίο της. Και επειδη μ'αρεσει ο σαρκασμος, "Tσικvoπέμπτη, πατέρα, και εγώ τρώω σούσι στην Απόλλωνος."


5 σχόλια:

  1. "Οι έρωτές μας, έλεγες στα ψέματα, ,πίστεψέ με,
    δεν πρέπει να πάσχουν από υπερβολική σιγουριά
    αλλά από ευθραυστότητα…"

    Να το προσέχεις να μη το χάσεις..
    Να το φιλάς, μα μη το σπάσεις!
    Να σε έχει μέσα του να μη σε χάσεις.
    Κι αν πέσεις, καλύτερα να΄σαι ψηλά για να θυμάσαι που μπορείς να φτάσεις.
    Φιλιά πολλά καλό μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μου τη σπάει να ακούγομαι τόσο μπανάλ, αλλά ήταν απλά ΚΟΡΥΦΑΙΟ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΧΑΧΑΧΧΑΧΑ...ΤΕΛΙΚΑ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΑΝΑΠΟΔΟΣ!
    ΜΟΝΟ ΕΓΩ ΦΤΙΑΧΤΗΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ!
    ;PPPPPPP
    ΠΑΙΔΕΣ ΤΣΑΜΠΟΥΚΑ!
    ΟΛΑ ΘΕΛΟΥΝ ΤΣΑΜΠΟΥΚΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ.
    ΟΤΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΧΕΙ ΜΕΣΑ ΤΟΥ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ.
    ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή